ὑφή — web fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υφή — η / ὑφή, ΝΑ νεοελλ. 1. ο τρόπος ύφανσης ενός υφάσματος («πυκνή υφή») 2. η εσωτερική διάταξη τών μορίων ενός σώματος, φυσική σύνθεση («η υφή τού ξύλου») 3. μτφ. η διάρθρωση και σύνδεση τών μερών λογοτεχνικού έργου 4. (μυκητ.) μικροσκοπικό,… … Dictionary of Greek
υφή — η 1. η ύφανση (βλ. λ.), η κατάσταση του υφασμένου: Αραιή υφή. 2. η εσωτερική διάταξη και σύσταση των μορίων οποιουδήποτε σώματος, η φυσική του σύνθεση, η κατασκευή του: Η υφή του φύλλου. 3. μτφ., η διάρθρωση και διάταξη των μερών λογοτεχνικού… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὕφη — ὕφος web neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὕφος web neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὕ̱φη , ὑφάω imperf ind act 3rd sg (doric) ὑφάω pres imperat act 2nd sg (doric) ὕ̱φη , ὑφάω imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ὑφάω pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαῖς — ὑφή web fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφαί — ὑφή web fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφήν — ὑφή web fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑφ' — ἐπί , ἐπί being upon indeclform (prep) ὀπί , ὄψ voice fem dat sg ὀπά̱ , ὀπή opening fem nom/voc/acc dual ὀπά̱ , ὀπή opening fem nom/voc sg (doric aeolic) ὀπαί , ὀπή opening fem nom/voc pl ὀπέ , ὀπός juice masc voc sg ὑφά̱ , ὑφή web fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑφ' — ὑφά̱ , ὑφή web fem nom/voc/acc dual ὑφά̱ , ὑφή web fem nom/voc sg (doric aeolic) ὑφαί , ὑφή web fem nom/voc pl ὑπό , ὑπό úpa indeclform (prep) ὑπαί , ὑπό úpa epic (poetic indeclform prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… … Dictionary of Greek